Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ηζήλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ζουλεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό].