ζούλεια

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

η
ζήλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ζουλεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό].