ζούλεια

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

η
ζήλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ζουλεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό].