ζυγέω
From LSJ
English (LSJ)
A march in line, opp. στοιχεῖν (in file), Ascl.Tact.2.6,al.
2 form a line, of contingents, Plb.3.113.8.
German (Pape)
[Seite 1140] im Joche sein, von Soldaten, in einer Reihe neben einander stehen, Pol. 3, 113, 8; vgl. Suid. – Nach E. M. auch = wägen.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγέω: быть выстроенным (стоять) в две шеренги (τάγματα ζυγοῦντα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγέω: ἵσταμαι ἐν τῷ αὐτῷ ζυγῷ, ἐπὶ στρατιωτῶν εἰς μίαν γραμμὴν παρ’ ἀλλήλοις ἱσταμένων, Πολύβ. 3. 113, 8· - ὡς τὸ στοιχέω περὶ ἱσταμένων ὄπισθεν ἀλλήλων κατὰ βάθος.
Greek Monolingual
βλ. ζυγό.