Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλάστιγγα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η / πλάστιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α
ο καθένας από τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς
νεοελλ.
1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων
2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» — λέγεται στις περιπτώσεις που ένα άτομο ή ένα σύνολο αποκτά υπεροχή έναντι άλλου.