ζυγοκλεπτώ

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek Monolingual

ζυγοκλεπτώ, -έω (Α)
κλέβω στο ζύγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + κλέπτω.