ζυγολόγιο
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
Greek Monolingual
το
εμπορικό βιβλίο ή απλή κατάσταση στην οποία σημειώνονται τα βάρη τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -λόγιο (< -λόγος < λέ-γω), πρβλ. δειγματολόγιο, ημερολόγιο].