δειγματολόγιο

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές
2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -λόγιο < -λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)].