νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
το
1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές
2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -λόγιο < -λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)].