ζυθόγλευκος

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

το
σακχαρώδες υγρό που παρασκευάζεται με κατεργασία της βύνης με καυτό νερό και με ζύμωση μετατρέπεται σε μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + γλεύκος, το «μούστος»].