ζωογραφία

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

η (Α ζωογραφία) ζωογράφος
νεοελλ.
1. η απεικόνιση ζώων
2. ζωολ. το τμήμα της ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώων
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγραφιά.