ζωολογικός
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Greek Monolingual
-ή, -ό ζωολογία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωολογία ή στα ζώα («ζωολογική πραγματεία»)
2. αυτός που περιέχει ζώα ή αυτός στον οποίο συντηρούνται ζώα, ζωντανά ή ταριχευμένα («ζωολογικό μουσείο», «ζωολογικός κήπος» κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoologie < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [II]) + -logic (πρβλ. λογ-ικός < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικόλ. Πίκκολο].