ζωολογία
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
η
1. επιστήμη που εξετάζει την εξωτερική μορφή τών ζώων, τη λειτουργία του οργανισμού τους, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο
2. σύγγραμμα που περιγράφει τα ζώα και εξετάζει όλα τα ζητήματα που τά αφορούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoologie < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].