ζώστειον
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
v. ζήτρειον.
German (Pape)
[Seite 1145] τό, = ζώτειον, Ar. fr. 66 E. M. 414.
Greek (Liddell-Scott)
ζώστειον: τό, ἴδε ἐν λ. ζήτρειον.
Russian (Dvoretsky)
ζώστειον: τό место, где подвергались наказаниям рабы Arph.