ηθάνιον

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ἠθάνιον, το (Α)
(κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιον
ἠθάνιον»)
υποκορ. του ηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ- (του ηθ-μός) + -άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ-άν-ιον, βοτ-άν-ιον].