παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἠθμώδης, -ες (Α)ο ηθμοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματώδης, ογκώδης)].