ηθμώδης

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

ἠθμώδης, -ες (Α)
ο ηθμοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κυματώδης, ογκώδης)].