ηθμοειδής

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἠθμοειδής, ἠθμοειδές)
αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδης
νεοελλ.
φρ. ανατ.
1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα της βάσης του κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων
2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι της οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες
3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες του ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.
επίρρ...
ἠθμοειδῶς (Α)
με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθοειδής, σφαιροειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (ethmoid bone) < ηθμοειδής].