ηλεκτρονικός
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια ή που λειτουργεί με βάση τις ιδιότητες τών ηλεκτρονίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ειδικός στην ηλεκτρονική
3. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρονική
επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη, τον βασικό σχεδιασμό, τις αρχές λειτουργίας και τις εφαρμογές τών ηλεκτρονικών συσκευών και κυκλωμάτων. Επιρρ. ηλεκτρονικώς και -ά
με ηλεκτρονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electronic < electron (πρβλ. ηλεκτρόνιο) + -ic (πρβλ. -ικός). Βλ. λ. ηλεκτρόνιο].