ηλιανθίνη
From LSJ
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) αζωτούχος χρωστική που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης, κν. πορτοκαλί του μεθυλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. helianthin < helianthus (πρβλ. ηλίανθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς από τον Ιωάννη Τρικαλιανό].