σύζευξη
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
η / σύζευξις, -εύξεως, ΝΑ συζεύγνυμι / συζευγνύω]
1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα
2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή
νεοελλ.
1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να γονιμοποιηθούν τα αβγά προτού ή αφού αυτά εναποτεθούν
2. βοτ. τύπος εγγενούς αναπαραγωγής που απαντά σε ορισμένους μύκητες ή σε διάφορα βακτήρια και αποτελεί τον χαρακτηριστικό τύπο εγγενούς αναπαραγωγής τών χλωροφύτων της κλάσης ζυγνημαφύκη
3. (ηλεκτρολ.) σύνδεση ηλεκτρικών συσκευών ή κυκλωμάτων με σκοπό τον συνδυασμό τών ιδιοτήτων ή τών δράσεων τους
4. (ηλεκτρον.) αλληλεπίδραση δύο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων η οποία επιτρέπει τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από το ένα προς το άλλο
5. (μικρβλ.) φυλετική διαδικασία κατά την οποία γίνεται μεταφορά γενετικού υλικού ενός μικροοργανισμού με άμεση, προσωρινή επαφή μεταξύ του αρσενικού δότη και του θηλυκού δέκτη, ακόμη και μεταξύ διαφορετικών ειδών
6. μουσ. μουσικό σημείο που ενώνει δύο φθογγόσημα της ίδιας οξύτητας με τέτοιο τρόπο ώστε η διάρκεια τους να είναι όση και τών δύο μαζί, χωρίς όμως να εκφωνείται το δεύτερο
7. φυσ. αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διαφορετικές δυνάμεις ή, γενικότερα, διαφορετικές ιδιότητες του ίδιου φυσικού συστήματος ή και διαφορετικών συστημάτων
8. φρ. α) «ισχυρή σύζευξη σπιντροχιάς»
φυσ. η ειδικής μορφής αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ τών συστατικών ενός ατόμου ή ενός ατομικού πυρήνα και προσδιορίζει τη συνολική στροφορμή του
β) «σύζευξη διαρκείας»
μουσ. σύζευξη που συνδέει δύο ή περισσότερα σχήματα φθογγοσήμων τών οποίων συνολική αξία αντιστοιχεί στην επιθυμητή διάρκεια του συμβολιζόμενου ήχου
γ) «σύζευξη προσωδίας»
μουσ. όρος αναφερόμενος στη διαδοχική απαλή εκτέλεση, χωρίς διαχωρισμό τών φθόγγων μεταξύ τους
δ) «χημική σύζευξη»
χημ. συνένωση ατόμων ή μορίων σε μεγαλύτερες μονάδες μέσω δυνάμεων ασθενέστερων από τις δυνάμεις οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις χημικούς δεσμούς
ε) «σύζευξη πρότασης»
μαθ. σύνθετη πρόταση της μαθηματικής λογικής που εκφράζει τη συνεκδοχή δύο απλών λογικών προτάσεων
αρχ.
φρ. «κατά σύζευξιν»
(για στρατό) πορεία σε παράλληλους ζυγούς (Ασκληπιόδ.).