τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
ἡμίβροτος, -ον (Α)κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βροτός «θνητός»].