εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
ἡμίβροτος, -ον (Α)κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βροτός «θνητός»].