ημίβροτος

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

ἡμίβροτος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βροτός «θνητός»].