ημιάνθρωπος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ἡμιάνθρωπος, ό (AM)
αυτός που είναι εν μέρει ή κατά το ήμισυ άνθρωπος (α. «Διόνυσος ἡμιάνθρωπος», Λουκιαν.
β. «ὁ Χριστός... οὔτε ἡμίθεος ὤφθη ἐπί γῆς, οὔτε ἡμιάνθρωπος ἀνέβη είς οὐρανούς», Εφραίμ Αντιοχ.).