ημίεκτον

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α)
1. μισός εκτεύς
2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα
3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῦ» — οκτώ οβολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος του μεδίμνου»), πρβλ. αμφί-εκτον].