ἡμίεκτον
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
τό,
A half-ἑκτεύς, D.34.37, Thphr. HP 2.6.2, IG 3.98, etc.; a vessel containing thus much, Hp.Steril.230 (-εκτέον ap. Erot.).
II ἡμίεκτον χρυσοῦ, = 8 obols, Crates Com.20, cf. SIG45.26 (Halic., v B.C.), IG12.310.118 (cf. p.303).
German (Pape)
[Seite 1167] τό, dasselbe; Dem. 34, 37; Plut. Sull. 13; Theophr. u. Sp. Nach Poll. 9, 62 = 8 Obolen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-setier.
Étymologie: ἡμι-, ἕκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίεκτον: τό половина эктея (= 4.377 л) Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίεκτον: τό, ἥμισυς ἑκτεύς, Δημ. 918. 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 2, 6, 2, κτλ., Dittenb. SIG. 10. 26., 570. 11, κλ.· ἀγγεῖον περιέχον ἥμισυν ἑκτέα, Ἱππ. 683, 47, 49. ΙΙ. ἡμ. χρυσοῦ = 8 ὀβολοί, Κράτης Λαμ. 3· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 233.
Greek Monolingual
ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α)
1. μισός εκτεύς
2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα
3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῦ» — οκτώ οβολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος του μεδίμνου»), πρβλ. αμφί-εκτον].
Greek Monotonic
ἡμίεκτον: τό, μισός ἑκτεύς, δηλ. το 1/12 του μεδίμνου, σε Δημ.
Middle Liddell
ἡμί-εκτον, ου, τό,
a half-ἑκτεύς, i. e. 1/12 of a medimnus, Dem.