ημίεφθος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἡμίεφθος, -ον (Α)
1. μισοβρασμένος
2. (σε κωμική έκφρ., για τον Εμπεδοκλή που ρίχθηκε στον κρατήρα της Αίτνας) μισό ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + εφθός «ψητός» (< έψω «βράζω, ψήνω»)].