σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἡμίκρανον, τὸ (AM)βλ. ημίκραιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανον (< κρανον < κρανίον), πρβλ. δίκρανον, κιονόκρανον].