ημίτριψις

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

ἡμίτριψις, ἡ (Α)
ελαφρά μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τρίψις (< τρίβω)].