ημεράλωψ

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ο, η (Α ημεράλωψ)
αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + παρέκταση -αλ- κατ' αναλογία προς το νυκτ-άλ-ωψ + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)].