ημερονύκτιος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που γίνεται ή διαρκεί μια μέρα και μια νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + νύκτ-ιος (< νυξ»].