ημερονύκτιος

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που γίνεται ή διαρκεί μια μέρα και μια νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + νύκτ-ιος (< νυξ»].