ημερόφυλλος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
ἡμερόφυλλος, -ον (Α)
ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύφυλλος, πυκνόφυλλος].