ἡμερόφυλλος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡμερόφυλλον, = ἥμερος, ἐλαία Isyll. 20 (Dor. with ἡμ-).
Greek Monolingual
ἡμερόφυλλος, -ον (Α)
ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύφυλλος, πυκνόφυλλος].