ἡμερόφυλλος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἡμερόφυλλον, = ἥμερος, ἐλαία Isyll. 20 (Dor. with ἡμ-).
Greek Monolingual
ἡμερόφυλλος, -ον (Α)
ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύφυλλος, πυκνόφυλλος].