πλατύφυλλος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύφυλλος Medium diacritics: πλατύφυλλος Low diacritics: πλατύφυλλος Capitals: ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: platýphyllos Transliteration B: platyphyllos Transliteration C: platyfyllos Beta Code: platu/fullos

English (LSJ)

[τῠ], ον, broad-leaved, Arist.APo.98b4, Thphr. HP 3.8.2, etc.: Comp. -ότερος Id.CP5.7.2.

German (Pape)

[Seite 627] breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύφυλλος: (ῠ) широколистый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + φύλλον.