εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
ἡμερόφωνος, -ον (Α)(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].