ημιεπής

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

ἡμιεπής, -ές (Α)
(κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡμιεπές
μισός επικός στίχος, μισό δακτυλικό εξάμετρο, τρεις δάκτυλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -επης (< έπος), πρβλ. αμετροεπής, καλλιεπής].