τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἡμιθνής, ὁ (Α)1. ημιθανής2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμοθνής, χειμοθνής].