ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
και ημικέραμον ἡμικεραμία, ἡ και ἡμικέραμον, τὸ (Α)μικρή υδρία, σταμνί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κεράμιον ή κέραμος «αγγείο»].