ἡμικεραμία
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
and ἡμικέραμον, urna, Glossaria.
Greek Monolingual
και ημικέραμον ἡμικεραμία, ἡ και ἡμικέραμον, τὸ (Α)
μικρή υδρία, σταμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κεράμιον ή κέραμος «αγγείο»].