ημικρής

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

ἡμικρής και ορθτ. τ. ἡμίκρης, ὁ (Α)
(για τον Μενέλαο) ο κατά το ήμισυ Κρητικός.