ημιλάσταυρος

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α)
αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λάσταυρος «επίθ. του κίναιδου»].