ημιτύβιον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ἡμιτύβιον, τὸ (Α)
1. λινό μαντήλι για τον λαιμό, χειρόμακτρο
2. μικρή πετσέτα, μικρό μάκτρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. σύνθετο του ημι-, ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. είναι αιγυπτ. δάνειο].