ημιωβολιαίος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἡμιωβολιαῖος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.