Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
ἠπιαίνω (Α)καταπραΰνω, κατευνάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω < κέρδος)].