ηρμοσμένως

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

ἡρμοσμένως (Α)
επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος του αρμόζω].