ηὔξανον

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

French (Bailly abrégé)

v. αὐξάνω.

Greek Monotonic

ηὔξᾰνον: παρατ. του αὐξάνω· ηὔξησα, -ήθην, Ενεργ. και Παθ. αόρ. αʹ.