θέο
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. épq. de τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θέο: эп. (= θοῦ) 2 л. sing. imper. aor. 2 med. к τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θέο: Ἐπ. ἀντὶ θοῦ, ἴδε ἐν λ. τίθημι.
English (Autenrieth)
see τίθημι.
Greek Monotonic
θέο: Επικ. αντί θοῦ, παρατ. Μέσ. αορ. βʹ του τίθημι.