θέρισμα

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

το (Α θέρισμα) θερίζω
νεοελλ.
1. ο θερισμός («το θέρισμα του σταριού»)
2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός
3. ακατάσχετη διάρροια
αρχ.
το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει.