θαλαμοφόρα
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
Greek Monolingual
τα
τα τρηματοφόρα πρωτόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -φορος (< φέρω), πρβλ. μαρσιποφόρα, τρηματοφόρα].
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
τα
τα τρηματοφόρα πρωτόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -φορος (< φέρω), πρβλ. μαρσιποφόρα, τρηματοφόρα].