ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
και θάμασμα, το (Μ θαύμασμα[ν] και θάμασμα) θαυμάζω1. θαυμασμός2. αντικείμενο θαυμασμού ή έκπληξης, θαύμα ή φοβερό φαινόμενομσν.πληθ. τά θαυμάσματαοι θαυμαστές πράξεις, τα κατορθώματα.