θαύμασμα

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

και θάμασμα, το (Μ θαύμασμα[ν] και θάμασμα) θαυμάζω
1. θαυμασμός
2. αντικείμενο θαυμασμού ή έκπληξης, θαύμα ή φοβερό φαινόμενο
μσν.
πληθ. τά θαυμάσματα
οι θαυμαστές πράξεις, τα κατορθώματα.