θαύμασμα

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

και θάμασμα, το (Μ θαύμασμα[ν] και θάμασμα) θαυμάζω
1. θαυμασμός
2. αντικείμενο θαυμασμού ή έκπληξης, θαύμα ή φοβερό φαινόμενο
μσν.
πληθ. τά θαυμάσματα
οι θαυμαστές πράξεις, τα κατορθώματα.