θεμερός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
θεμερός: -όν, = σεμνὸς (Ἡσύχ.), θεμερώτερα Ἀνθ. Π. παράρ. 239. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι, καταστηματικός.)
English (Slater)
θεμερός θαμερᾶ, θεμερᾶ codd. (N. 7.83) ἡμέρᾳ coni. Benedictus, invit. Σ metr.]
Greek Monotonic
θεμερός: -όν = σεμνός, σε Ανθ. Π. (αμφίβ. προέλ.).