θεοκίνητος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
[ῑ], ον, roused by the gods, Glossaria on θέορτος, Sch.Pi.O.2.67.
German (Pape)
[Seite 1196] Erkl. von θέορτος, Schol. Pind. Ol. 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκίνητος: ῑ, ον, ἑρμηνεία τοῦ θέορτος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 67. -Ἐπίρρ. -ήτως, Εὐστ. Θεσσ. σ. 701, ἔκδ. Μί, τ. 136, καὶ ἄλλοι.
Greek Monolingual
θεοκίνητος, -ον (AM)
αυτός που κινείται, που δραστηριοποιείται από κάποιον θεό.
επίρρ...
θεοκινήτως (Μ)
με θεία προτροπή.