θεοπρεπῶς
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
French (Bailly abrégé)
adv.
comme il convient à un dieu, magnifiquement.
Étymologie: θεοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
θεοπρεπῶς: как подобает божеству, с божественным великолепием (ἐσταλμένος Luc.; παραγενόμενος Diod.).