θερμαστίς

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

German (Pape)

[Seite 1201] ίδος, ἡ, besser θερμαστρίς, w. m. s.