θεσιθήρας

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

ο
άτομο που επιδιώκει να διοριστεί, ιδίως στο δημόσιο, με κάθε μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσις + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].